"Ένα ταξίδι χιλίων μιλίων αρχίζει με ένα βήμα" (Λάο Τσε)

Blog ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

Γιώτα Λυμπεροπούλου - Ψυχολόγος / Ψυχοθεραπεύτρια

                                           Παιχνίδι και επιθετικότητα




Η επιθετικότητα είναι συµπεριφορά φυσιολογική, ειδικά στα µικρά παιδιά, που αρκετές φορές φέρνει σε αµηχανία τους ενήλικες. Η επιθετικότητα εµφανίζεται από τη βρεφική ηλικία, όµως κορυφώνεται συνήθως στα ηλικία των δύο ετών, ενώ κατά τα επόµενα δυο χρόνια παρουσιάζει µείωση καθώς τα παιδιά κοινωνικοποιούνται στο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Αρκετές φορές, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, εµφανίζονται επιθετικές συµπεριφορές που µπορεί να είναι δύσκολες στη διαχείρισή τους. Είναι σηµαντικό να µπορεί κάποιος να διακρίνει τη φυσιολογική επιθετικότητα και το έντονο σωµατικό παιχνίδι από την επικίνδυνη επιθετική και την εκφοβιστική συµπεριφορά, καθώς αυτό θα καθορίσει αν θα παρέµβουµε ή όχι, και µε ποιο τρόπο.
Ο ορισµός της επιθετικότητας δεν είναι εύκολος. Θα µπορούσαµε να την ορίσουµε σύµφωνα µε τον Bouchard (1996): «Κάθε πράξη η οποία, κατά τη διάρκεια µιας συµπλοκής, παραβιάζει ή κινδυνεύει να παραβιάσει τη σωµατική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός ατόµου». Αυτός ο ορισµός εµπεριέχει µεγάλο εύρος συµπεριφορών, από τη λεκτική βία µέχρι την έντονη σωµατική βία. Υπάρχει η τάση να θεωρούµε την επιθετικότητα κάτι κακό και ανεπιθύµητο. Η επιθετικότητα, όµως, είναι απαραίτητη για να µπορέσει ένα παιδί να ανεξαρτητοποιηθεί από τους γονείς του και για να µπορέσει να αναλάβει πρωτοβουλίες για την επίτευξη των στόχων του. Το παιδί πρέπει να «επιτεθεί» στους γονείς του προκείµενου να σχηµατίσει ταυτότητα και να ξεχωρίσει τον εαυτό από τους άλλους. Η επιθετικότητα δηλαδή αποτελεί υγιή έκφραση συναισθηµάτων και δεν είναι πάντα συνυφασµένη µε τη βία και την καταστροφή.
Ο διαχωρισµός µεταξύ δυσλειτουργικής-προβληµατικής και φυσιολογικής επιθετικής συµπεριφοράς δεν είναι εύκολος, καθώς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες (συχνότητα, ένταση, διάρκεια, στόχο, αποτέλεσµα). Θα χαρακτηρίζαµε µια συµπεριφορά προβληµατική, όταν ενοχλεί το ίδιο το παιδί και το περιβάλλον του. Συνήθως υπάρχει σύγχυση ανάµεσα στην επιθετική συµπεριφορά και στην επιθετικότητα ως ενόρµηση. Το πρώτο αφορά µια πράξη, ενώ το δεύτερο περισσότερο ένα συναίσθηµα που µπορεί να εκφραστεί µε ασυνείδητο τρόπο, χωρίς δηλαδή να είναι συνειδητός ο έλεγχος και χωρίς πάντα να έχει σαφή στόχο. Το να προσποιούµαι ότι είµαι επιθετικός δεν σηµαίνει ότι είµαι επιθετικός. Η επιθετική συµπεριφορά έχει πρόθεση να κάνει κακό στον άλλο, ενώ το επιθετικό παιχνίδι (π.χ. έντονο, «άγριο» παιχνίδι, παιχνίδια πάλης και µάχης) δεν έχει πρόθεση να κάνει κακό και να χτυπήσει κάποιον. Όταν τα παιδιά παίζουν «πόλεµο», αυτό απαιτεί µεγάλο αυτοέλεγχο και λειτουργεί ως προετοιµασία για την ενήλικη ζωή και για πιο σοβαρές και περίπλοκες κοινωνικές συνθήκες.
∆εν αποτελεί σκοπό αυτού του εγχειριδίου να εστιάσουµε στους παράγοντες της προβληµατικά επιθετικής συµπεριφοράς, αλλά θα λέγαµε ότι είναι πολυπαραγοντική (βιολογικοί παράγοντες, κοινωνικοί-οικογενειακοί παράγοντες, ιδιοσυγκρασία του ατόµου) και είναι συχνά αρκετά δύσκολο να καταδείξουµε έναν µόνο παράγοντα ως υπεύθυνο. Οι ερευνητές σήµερα εστιάζουν στην αλληλεπίδραση ανάµεσα στους γενετικούς και τους περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Γιατί βοηθάει το έντονο σωµατικό παιχνίδι (rough and tumble play)
Παρ’ ότι πράγµατι το έντονο «άγριο» σωµατικό παιχνίδι µπορεί να έχει τη χροιά σύγκρουσης ή του πειράγµατος και να ενέχει το ρίσκο να καταλήξει σε καβγά, παραµένει ιδιαίτερα σηµαντικό και απαραίτητο για την οµαλή ανάπτυξη των παιδιών. Χάρη σε αυτόεκτονώνουν τη σωµατική τους ενέργεια, αποκτούν πιο ρεαλιστική εικόνα του σώµατός τους, βελτιώνουν την ισορροπία τους, τον οπτικοκινητικό συντονισµό τους και την αδρή κινητικότητα, ασκούνται στη διαχείριση των σχέσεων µε τους συνοµηλίκους και µαθαίνουν να διεκδικούν τα θέλω τους. Οπότε, µε το να απαγορεύει συστηµατικά κανείς αυτό το είδος του παιχνιδιού, µπορεί να παρεµποδίσει το βίωµα εµπειριών ουσιαστικά διαµορφωτικών για την προσωπικότητα και την κοινωνικοποίηση των παιδιών.
∆ιαφοροποίηση ανάµεσα σε έντονο σωµατικό παιχνίδι, καυγά και εκφοβισµό
Ο όρος «έντονο σωµατικό παιχνίδι» συνήθως χρησιµοποιείται όταν δύο ή περισσότεροι µαθητές χτυπούν, απειλούν, κυνηγούν o ένας τον άλλον, ή προσπαθούν να παλέψουν µεταξύ τους µε ένα φιλικό, µη εχθρικό, παιγνιώδη τρόπο. Η έρευνα έχει δείξει ότι ακόµα και σε πολύ µικρή ηλικία (περίπου πέντε ετών) οι µαθητές συνήθως είναι σε θέση να διαχωρίσουν το έντονο σωµατικό παιχνίδι από έναν τυπικό για την ηλικία τους καβγά. Οι µαθητές, όταν ρωτούνται για ποιο λόγο συµµετέχουν στο έντονο σωµατικό παιχνίδι, αναφέρουν: «Είναι διασκεδαστικό», «Μου αρέσει», «Με κάνει να γελάω».
Το έντονο σωµατικό παιχνίδι διαφέρει από τον εκφοβισµό και τον τσακωµό ως προς τη «σχέση ανάµεσα στις εµπλεκόµενες πλευρές» και την «έκφραση και ατµόσφαιρα». Αυτοί που συµµετέχουν στο σωµατικό παιχνίδι συνήθως είναι φίλοι και συµπαθούν ο ένας τον άλλον, κάτι που εκφράζεται τόσο µέσω της πιο θετικής στάσης που διατηρεί ο ένας απέναντι στον άλλο, όσο και µέσω της φύσης της αλληλεπίδρασής τους. Η κύρια διαφορά του τυπικού καβγά από τον εκφοβισµό, ο οποίος πολλές φορές εµπεριέχει έναν πραγµατικό αλλά συνήθως άνισο τσακωµό, αφορά την επαναλαµβανόµενη φύση της συµπεριφοράς και την ανισορροπία της δύναµης. Ο «πραγµατικός» τσακωµός είναι συχνά περιστατικό µεµονωµένο ανάµεσα σε δύο πλευρές ισότιµες ως προς τη σωµατική ή την ψυχολογική ισχύ. ∆ηλαδή, δεν υπάρχει ανισορροπία δύναµης, η οποία αποτελεί σηµαντικό στοιχείο του εκφοβισµού.
Η επίδραση του χώρου, των δραστηριοτήτων και των παρεχόµενων υλικών στη συµπεριφορά των παιδιών
Το φυσικό περιβάλλον, οι δραστηριότητες στις οποίες εµπλέκονται, καθώς και τα υλικά τα οποία έχουν τα παιδιά στη διάθεσή τους επηρεάζουν τη µεταξύ τους συµπεριφορά. Για παράδειγµα, όταν τα παιδιά είναι περιορισµένα σε κλειστό χώρο για πολλές ώρες, δηµιουργείται ένταση και προκαλούνται καβγάδες µεταξύ τους, κάτι που δεν συµβαίνει τόσο συχνά όταν έχουν την ευκαιρία να παίξουν σε ελεύθερο εξωτερικό χώρο. Επίσης, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν µπορούν να µείνουν σε καθιστικές δραστηριότητες για πολλή ώρα. Αντίστοιχα παρατηρούµε πως όταν τα υλικά µε τα οποία µπορούν να παίξουν τα παιδιά είναι πολύ λίγα, τότε συχνά γίνονται πιο ανταγωνιστικά µεταξύ τους και ίσως να εκφραστούν µε πιο επιθετικές συµπεριφορές.
Επίσης, η παροχή επαρκών υλικών που προκαλούν το ενδιαφέρον των παιδιών, βοηθάει τη θετική αλληλεπίδραση και μειώνει τους καβγάδες.
  • Η επαφή των παιδιών µε τα φυσικά στοιχεία, όπως το νερό, το χώµα και τη λάσπη, είναι πολύ σηµαντική για την υγιή τους ανάπτυξη και τη ρύθµιση της διέγερσής τους.
  • Καλό είναι τα παιδιά να έρχονται σε επαφή µε ένα ευρύ φάσµα «ανοιχτών» υλικών µε ποικίλες ιδιότητες: µεγάλα και µικρά, βαριά και ελαφριά αντικείµενα, φυσικά αλλά και τεχνητά υλικά, π.χ. κοχύλια, πέτρες, χαρτιά, ξύλα, πλαστελίνη, νήµατα, µαλλί, κοµµάτια υφάσµατος, τουβλάκια.
  • Τα αντικείµενα πρέπει να ανανεώνονται συχνά γιατί τα παιδιά εξοικειώνονται εύκολα µαζί τους και τα βαριούνται.
  • Είναι προτιµότερα τα παιχνίδια που κινητοποιούν το παιδί προς πιο ενεργητικές συµπεριφορές, παρά όσα «διασκεδάζουν» το παιδί µε παθητικό τρόπο. Είναι σηµαντικό να θυµόµαστε πως για την οργάνωση κατάλληλων δραστηριοτήτων και την παροχή επαρκών υλικών δε χρειάζονται πάντα χρήµατα.
  • Η διάθεση για παιχνίδι είναι εξαιρετικά σηµαντική και µετατρέπει την αλληλεπίδραση µε τον άλλο και µε τα αντικείµενα σε επιτυχηµένη εµπειρία παιχνιδιού.
  • Η φαντασία µετατρέπει απλά υλικά, όπως ένα χαρτόκουτο, σε υπέροχα παιχνίδια.
  • Υπάρχουν αµέτρητα παιχνίδια που χρειάζονται από ελάχιστα, έως καθόλου υλικά, π.χ. κρυφτό, κυνηγητό, κουτσό, παιχνίδι µε νερό, παιχνίδι µε σαπουνόφουσκες, ζυµάρι, κλπ.
  • Η αλληλεπίδραση µεταξύ των παιδιών, ή των παιδιών και των ενηλίκων, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού είναι εξαιρετικά σηµαντική, ανεξάρτητα από το παιχνίδι που παίζουν.
Λίγα λόγια για τα βίαια παιχνίδια
Ένα αρκετά µεγάλο ποσοστό αγοριών και κοριτσιών παίζει µε βίαια παιχνίδια (όπλα, σπαθιά, κλπ.). Οι έρευνες έχουν δείξει ότι τα βίαια παιχνίδια παρακινούν το έντονο σωµατικό παιχνίδι, αλλά δεν έχουν κάποια επίπτωση στην επιθετική συµπεριφορά. Επίσης, δεν υπάρχουν δεδοµένα που να συνδέουν τα βίαια παιχνίδια µε τη στάση των παιδιών απέναντι στον πόλεµο και τη βία.
Πολλές φορές οι ενήλικες δυσκολεύονται να διαχωρίσουν το πραγµατικό από το προσποιούµενο βίαιο παιχνίδι. Τα παιδιά όµως από πολύ νωρίς µπορούν να τα διαχωρίσουν, καθώς η πραγµατική βία τα τροµάζει, ενώ το παιχνίδι ρόλων τα διασκεδάζει χωρίς να τα φοβίζει. Ίσως πρέπει να πούµε ότι η επιλογή πιο άγριων παιχνιδιών και το προσποιούµενο βίαιο παιχνίδι δεν κάνει τα παιδιά βίαια. Η βία που ίσως βλέπουν στο σπίτι από τους γονείς τους και τους άλλους σηµαντικούς ενήλικες είναι πολύ πιο σηµαντική για τη στάση που έχουν απέναντι στη βία και την επιθετική συµπεριφορά.
Καλές πρακτικές για την πρόληψη επιθετικών συµπεριφορών
Είναι σηµαντικό να µπορούµε να διακρίνουµε και να διαχωρίζουµε το έντονο σωµατικό παιχνίδι από τον καβγά και τον εκφοβισµό, καθώς από αυτό εξαρτάται ο τρόπος που θα παρέµβουµε, αν είναι αναγκαίο. Στη διάκριση αυτή βοηθά η προσεκτική παρατήρηση των συµπεριφορών, των λέξεων, της γλώσσας του σώµατος και των εκφράσεων του προσώπου των παιδιών. Μπορεί να είναι δύσκολο να προσδιοριστεί αν µία κατάσταση αφορά το έντονο σωµατικό παιχνίδι, έναν τυπικό καβγά ή συµπεριφορές εκφοβισµού. Για παράδειγµα, είναι πιθανό ένας καβγάς στην πραγµατικότητα να έχει προκληθεί από συµπεριφορές εκφοβισµού που διαρκούν µεγάλο χρονικό διάστηµα και ο µαθητής που εκφοβίζεται ξαφνικά να ανταπαντά στο παιδί που του επιτίθεται. Επίσης, ένα συµβάν που και οι δύο πλευρές χαρακτηρίζουν ως «διασκεδαστικό» ή «αθώο παιχνίδι» µπορεί στην πραγµατικότητα να αποτελεί ξεκάθαρο εκφοβισµό. Για όλους τους παραπάνω λόγους, η προσεκτική παρατήρηση του περιστατικού είναι ιδιαίτερα σηµαντική.
Η άµεση και αποτελεσµατική παρέµβαση είναι καθοριστική και απαραίτητη, ώστε να σταµατούν απρεπείς συµπεριφορές εκφοβισµού. Είναι όµως επίσης σηµαντικό να επιτρέπεται στα παιδιά να βιώνουν και να χαίρονται το έντονο σωµατικό παιχνίδι. Οι, πολύ συχνά, υπερβολικές αντιδράσεις των ενηλίκων απέναντι στο έντονο σωµατικό παιχνίδι φαίνεται να σχετίζονται µε βαθύτερα άγχη. Πιθανά µε το φόβο ότι θα κατηγορηθούν για το ότι κάποιο παιδί χτύπησε ή αναστατώθηκε και επιπλέον µε την αίσθηση ότι δεν εκπληρώνουν τον ενήλικο ρόλο τους ως φροντιστές των παιδιών, επιτρέποντας το παιχνίδι τέτοιου είδους.
Μικρές αλλαγές για µεγάλα αποτελέσµατα
  • Δώστε στα παιδιά ευκαιρίες έκφρασης των συναισθηµάτων τους, µέσω του παιχνιδιού, της αφήγησης ιστοριών και της ζωγραφικής.
  • Βοηθήστε τα παιδιά να παρατηρούν τον εαυτό τους και τη συµπεριφορά τους, εκ των υστέρων. Τα παιδιά που κατανοούν τα συναισθήµατά τους µπορούν να ελέγχουν καλύτερα τις αντιδράσεις τους.
  • Καλλιεργήστε την ενσυναίσθηση. Τα παιδιά που είναι σε θέση να κατανοούν τα συναισθήµατα των άλλων µπορούν να συµπαρασταθούν σε κάποιο παιδί που θυµατοποιείται και να εµποδίσουν άλλα παιδιά από το να πληγώσουν κάποιο παιδί.
  • Εµπλέξτε τα παιδιά σε συζητήσεις που ενισχύουν την ενσυναίσθηση. Συζητήστε γιατί οι άνθρωποι έχουν διαφορετικές αρχές και πιστεύω, και το αντίκτυπο που µπορεί να έχουν οι πράξεις τους στους άλλους.
  • Ενισχύστε την αυτοπεποίθηση των παιδιών και τη σχέση σας µαζί τους. Αφιερώστε τους χρόνο χωρίς περισπασµούς και µοιραστείτε µαζί τους χαρούµενες στιγµές σε παιχνίδι που έχουν επιλέξει τα ίδια.
  • Συµβάλετε στη δηµιουργία µιας κοινότητας χωρίς αποκλεισµούς. Όταν τα παιδιά παίζουν, π.χ. στην παιδική χαρά, ενισχύστε τη συνεργασία και όχι την ανταγωνιστικότητα. Εντάξτε, στο βαθµό που είναι εφικτό, όλα τα παιδιά στις δραστηριότητες ώστε να µην υπάρχει κοινωνικός αποκλεισµός.
  • Ενηµερωθείτε και ενηµερώστε τα παιδιά σας για τον εκφοβισµό και για τις µορφές µε τις οποίες εµφανίζεται. Ενθαρρύνετε τα παιδιά σας να σας αναφέρουν τέτοια περιστατικά όταν τα αντιληφθούν.
  • Διαβάστε στα παιδιά, σε τακτική βάση, καθώς το διάβασµα παρέχει µια διασκεδαστική και νοητικά διεγερτική εµπειρία. Ρωτήστε τα παιδιά για τους χαρακτήρες: «τι µπορεί να σκέφτονται;», «τι µπορεί να νιώθουν;». Το διάβασµα ενισχύει τη δυνατότητα του να µπαίνουµε στη θέση κάποιου άλλου και τη βελτίωση της ενσυναίσθησης.
  • Δώστε την ευκαιρία στα παιδιά να παίξουν. Το παιχνίδι αποτελεί τη βάση της υγιής ανάπτυξης και της καλλιέργειας της ενσυναίσθησης. Τα παιδιά περνούν δυσανάλογα πολύ χρόνο σε δοµηµένες, κατευθυνόµενες από ενήλικες δραστηριότητες ή παραµένουν παθητικά µπροστά από οθόνες (κινητά τηλέφωνα, ταµπλέτες, υπολογιστές). Τα αυθόρµητα και δηµιουργικά παιχνίδια, οι αυτοκατευθυνόµενες δραστηριότητες που έχουν τα ίδια τα παιδιά επιλέξει και το παιχνίδι στη φύση είναι πάρα πολύ σηµαντικά για την ανάπτυξη κοινωνικών και συναισθηµατικών δεξιοτήτων. Με το παιχνίδι το παιδί µαθαίνει να περιµένει τη σειρά του, να αντέχει να χάνει, να διεκδικεί τη νίκη µε κανόνες που πολλές φορές µαζί µε τα άλλα παιδιά θέτει, να εκτονώνει την έντασή του και να συνεργάζεται στο πλαίσιο της οµάδας.
  • Οργανώστε το χώρο και το χρόνο των παιδιών ώστε να ενισχύεται η ρύθµιση της διέγερσης και της συµπεριφοράς τους.
  • Παρέχετε στα παιδιά επαρκή και κατάλληλα, όχι απαραίτητα ακριβά, υλικά ώστε να οργανώσουν το παιχνίδι τους.
  • Επιδιώξτε τη συνεργασία µεταξύ των γονέων και του παιδικού σταθµού.


Βιβλιογραφία
  1. Benenson, J.F. et al. (2007) The development of boys’ preferential pleasure in physical aggression. Aggressive Behavior, 33: 1-13.
  2. Bouchard, C, Clarkson, M. & Tessier, R. (1996) Méthodes. In C. Lavallèe, M. Clarkson et L. Chenard (dir.), Conduites á caractère violent dans la résolution de conflits entre proches, Québec. Enquête sociale et de santé, 1992-1993.
  3.  Οlweus, D. (2007) Recognising the Many Faces of Bullying. Hazelden Foundation Power, T.G. (2000) Play and exploration in children and animals. Hillsdale NJ & London: Lawrence Erlbaum Associates. 


Παιδί στην Εφηβεία ... Γονείς σε απόσταση;


Όταν το παιδί εισέρχεται στο αναπτυξιακό στάδιο της εφηβείας, οι σχέσεις του με το γονέα αναπόφευκτα μεταβάλλονται. Σε πολύ γενικό επίπεδο, οι έφηβοι απομακρύνονται από τους γονείς τους, προτιμώντας να απευθύνονται περισσότερο στους συνομηλίκους για να συζητήσουν μαζί τους και να τους συμβουλευτούν. 

Οι σχέσεις των εφήβων με τη μητέρα τους αλλάζουν πιο αισθητά από όσο οι σχέσεις με τον πατέρα. Για ορισμένους εφήβους, η μητέρα έχει λιγότερο κύρος από τον πατέρα στα μάτια τους και έτσι αποδεικνύουν την ανεξαρτησία τους στις συναλλαγές τους με τη μητέρα τους, πιστεύοντας ότι εκείνη δεν θα τους αμφισβητήσει. Άλλοι πάλι έφηβοι μπορεί να έχουν δημιουργήσει στενότερες συναισθηματικές σχέσεις με τη μητέρα τους και έτσι η διεργασία για την απόκτηση της αυτονομίας ως προς εκείνη είναι ψυχολογικά πιο δύσκολη γι’ αυτούς.

Οι συζητήσεις γονέα – εφήβου πολλές φορές έχει τη μορφή καβγά. Πρέπει όμως να είμαστε ενήμεροι ότι οι έφηβοι και οι γονείς ζουν θα λέγαμε σε «αντίθετους κοινωνικούς κόσμους». Οι έφηβοι προσπαθούν να διαμορφώσουν μια δικιά τους κουλτούρα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απορρίπτουν εκ θεμελίων την κουλτούρα των ενηλίκων. Οι ενήλικοι προσπαθούν να δομήσουν την πραγματικότητα του εφήβου ώστε να αντιστοιχεί στη δική τους ιδέα για το πώς λειτουργεί ο κόσμος. Οι έφηβοι από την άλλη που βρίσκονται στο κατώφλι της ενήλικης ζωής μπορούν να δουν τα μειονεκτήματα της πραγματικότητας των γονέων τους. Έτσι λοιπόν, οι έφηβοι βρίσκονται ανάμεσα σε 2  κόσμους α) τον κόσμο της εξάρτησης και β) τον κόσμο της ευθύνης. Στην προσπάθειά τους οι έφηβοι να ανεξαρτητοποιηθούν και να επιβάλλουν τις δικές τους επιθυμίες  / προτιμήσεις συνειδητοποιούν ότι εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους γονείς τους, οι οποίοι τους ζητούν να είναι υπεύθυνοι για τις επιλογές τους και έτσι αρχίζουν οι συγκρούσεις.

Οι γονείς πολλές φορές αντιμετωπίζουν καχύποπτα τους συνομηλίκους του εφήβου. Εκτός από τις ψυχολογικές και συναισθηματικές ανάγκες του εφήβου που υπηρετεί η ένταξή του στην ομάδα των συνομηλίκων, οι γονείς πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι ο χρόνος που περνάει ο έφηβος με τους φίλους του δε σημαίνει αυτομάτως ότι θα μειώσει και το χρόνο που αφιερώνει με τους γονείς του. Οι έφηβοι θεωρούν σημαντικό το χρόνο με τους γονείς καθώς όταν διαφωνήσουν ή μαλώσουν με τον ένα γονέα στρέφονται συνήθως προς τον άλλο γονέα για να καλύψουν αυτό το κενό. Το κομβικό σημείο στο οποίο οι γονείς οφείλουν να δώσουν προσοχή είναι ότι ο έφηβος μπορεί να δεχθεί και να επικοινωνήσει με τον γονέα που έχει αυστηρή συμπεριφορά αλλά τείνει να απομακρύνεται από τον γονέα που έχει αυταρχική συμπεριφορά.

Ο τρόπος με τον οποίο ο έφηβος θα αντιληφθεί τα όρια από το γονέα εξαρτάται από τον τρόπο που αυτός θα του τα χορηγήσει. Εδώ αξίζει να τονίσουμε, ότι πολλές φορές η σχέση εφήβου – γονέα είναι σχέση εξουσίας και κάθε πάλη για την εξουσία έχει ένα νικητή και ένα ηττημένο. Οι γονείς και οι έφηβοι όμως χρειάζονται ο ένας τον άλλο και μπορούν να χρησιμοποιήσουν συμπεριφορές «κερδίζω – κερδίζεις». Για παράδειγμα, ο νεαρός έφηβος λέει : «Είναι Τετάρτη και έχω κιόλας ξεμείνει από λεφτά. Χρειάζομαι λίγα χρήματα». Ο γονιός που εφαρμόζει το σύστημα ‘χάνω – κερδίζω’, θα πει : «Κακώς. Δεν έχω άλλα λεφτά και έτσι δεν θα πάρεις». Σε μια προσέγγιση ‘κερδίζω – κερδίζεις’ , ο γονιός θα πει: «Μου έχει συμβεί και εμένα αυτό και ξέρω πόσο άσχημο είναι . Δεν έχω λεφτά να σου δώσω μέχρι να πληρωθώ, αλλά ας δούμε πως μπορείς να βρεις ένα καλύτερο τρόπο να διαχειρίζεσαι τα λεφτά σου». Στη πρώτη  περίπτωση ο γονέας προσπαθεί να διδάξει τιμωρώντας , ενώ στη δεύτερη διδάσκει μέσα από τη συνδιαλλαγή και τη δημιουργικότητα.

Ο έφηβος μάχεται και επεξεργάζεται ένα νέο ρόλο για τον εαυτό του που θα του προσδώσει μεγαλύτερη ισότητα και περισσότερες ευθύνες.  Βρίσκεται στο πυρετό των συνεχόμενων προβών για να μπορέσει να ανεβάσει το έργο της δικής του ενήλικης ζωής. Επειδή οι πρόβες αυτές είναι δυσβάστακτα απαιτητικές και το άγχος για το μέλλον μπορεί να πάρει μεγάλες διαστάσεις, ο γονέας θα πρέπει να λειτουργεί ως ο υποβολέας δίνοντας την ασφάλεια στον έφηβο ότι μπορεί να προβεί και σε κακοτοπιές ή λάθη αλλά τελικά την τελική ευθύνη για μια καλή παράσταση την έχει ο έφηβος στα δικά του χέρια. 


Γιώτα Λυμπεροπούλου

Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια


Βιβλιογραφία

Cole M., Cole S. R. (2002). Η ανάπτυξη των παιδιών – ΕΦΗΒΕΙΑ. Γ΄ Τόμος. Τυπωθήτω

Satir V. (1989). Πλάθοντας ανθρώπους. Κέδρος

Dolto F. (1993). Μεγαλώστε σωστά το παιδί σας από τη γέννησή του μέχρι την εφηβεία. Τόμος 2. Γιαλλέλη


Και τώρα που χωρίζουμε ... τι να πούμε στο παιδί μας;




Όταν ένα ζευγάρι έχει αποκτήσει παιδί και πρόκειται να χωρίσει, μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει είναι η ενημέρωση του παιδιού για το διαζύγιο. Πολλές φορές, ορισμένοι γονείς καθυστερούν ή αναβάλλουν να συζητήσουν με το παιδί τους για την απόφασή τους να χωρίσουν, άλλοι προσποιούνται ή υπόσχονται στο παιδί ότι τίποτα δε θα αλλάξει σημαντικά στη ζωή του και άλλοι πάλι προσπαθούν να αποφεύγουν ερωτήσεις του παιδιού, σχετικά με το χωρισμό των γονιών του, είτε απαντώντας μολεκτικά είτε αποπροσανατολίζοντας τη συζήτηση. 

Οι παραπάνω πρακτικές των γονιών, δείχνουν πόσο οι ίδιοι δυσκολεύονται να αναλάβουν την ευθύνη του χωρισμού τους και να τον νοηματοδοτήσουν στο παιδί τους. Επίσης, τις περισσότερες φορές οι γονείς νιώθουν ενοχικά που γνωρίζουν ότι το παιδί τους θα πληγωθεί από μια δική τους απόφαση και αξιολογούν ότι όταν δίνουν στο παιδί χώρο να μιλάει για το χωρισμό, το πληγώνουν περισσότερο.

Όμως το παιδί χρειάζεται να ξέρει το "γιατί" και το "πώς" θα αλλάξει η ζωή του και οι γονείς είναι σημαντικό να του επιτρέπουν να εκφράσει πως νιώθει και τι σκέφτεται για τα νέα δεδομένα στα οποία θα πρέπει να προσαρμοστεί.

  • Έχει μεγάλη σημασία να ενημερώσουμε το παιδί στην αρχή της διαδικασίας για αυτό που ετοιμάζεται να γίνει και στο τέλος της διαδικασίας για αυτό που αποφασίζεται και όχι να ανακοινώνεται το διαζύγιο σαν κεραυνός εν αιθρία
  •  Η ενημέρωση για τον επικείμενο χωρισμό θα πρέπει να γίνεται παρουσία και των δυο γονιών
  • Ένα διαζύγιο είναι εξίσου αξιοπρεπές με ένα γάμο. Η σιωπή γύρω από το διαζύγιο, σιωπή που στηρίζεται στο πρόσχημα ότι πρόκειται για γεγονός που συνοδεύεται από πόνο, το κάνει να ισοδυναμεί για το παιδί με "βρωμιά" 
  • Αν δε μιληθεί με λόγια ο χωρισμός, δε θα γίνει συνείδηση στο παιδί, δεν θα εξανθρωπιστεί
  • Το παιδί χρειάζεται να ξέρει ότι το διαζύγιο των γονιών του επικυρώθηκε από το δικαστήριο και ότι στο εξής οι γονείς του, αν και είναι απαλλαγμένοι από την υποχρέωση να ζουν μαζί κάτω από την ίδια στέγη, δεν είναι απαλλαγμένοι από τα καθήκοντά τους ως γονείς
  • Έχει μεγάλη σημασία όταν οι γονείς αναγγέλλουν την πρόθεσή τους να χωρίσουν, να πουν στο παιδί ότι δε μετανιώνουν που γεννήθηκε. Αλλιώς το παιδί σκέφτεται ότι οι γονείς δεν ακυρώνουν μόνο τη συμφωνία μεταξύ τους αλλά συγχρόνως και την αγάπη τους για αυτό. Μάλιστα όταν το παιδί ταυτίζεται με τον ένα γονιό καθώς η περίσταση το οδηγεί μπορεί εύκολα να πει στον άλλο γονιό «Δε σε αγαπώ πια»
  • Το παιδί έχει ανάγκη να ακούσει και από τους 2 γονείς του να του πουν «Δε μετανιώνω που παντρεύτηκα, ακόμα και αν είναι δύσκολο να χωρίζει κανείς, αφού γεννήθηκες εσύ και είμαστε τόσο ευτυχισμένοι και οι δυο μας που υπάρχεις, ώστε μαλώνουμε ποιος θα σε έχει περισσότερο» ή «Δε μετανιώνω που έζησα με τον πατέρα σου (τη μητέρα σου), αφού είμαστε και οι δυο τόσο ευτυχισμένοι να σ’ έχουμε, ώστε μαλώνουμε ποιος θα σε έχει περισσότερο» Τα παραπάνω λόγια είναι σημαντικό να ειπωθούν και όταν το παιδί έχει προέλθει μόνο από σαρκικό έρωτα και όχι από αγάπη, καθώς η μητέρα επέλεξε να μην κάνει αποβολή, πράγμα που αποδεικνύει ότι το ζευγάρι που φαινομενικά δε συνεννοείται είχε ζωή να του δώσει
  • Τις περισσότερες φορές οι γονείς δίνουν ως βασικό λόγο χωρισμού τις φιλονικίες μεταξύ τους ή τείνουν να επικαλούνται λόγους που σχετίζονται με τη συμπεριφορά του / της συζύγου (π.χ. ο πατέρας σου πίνει ή η μητέρα σου ζηλεύει και κάνει σκηνές). Είναι προτιμότερο οι γονείς να παραμένουν στη πραγματική αιτιολογία που είναι η έλλειψη επιθυμίας και ανάγκης να ζουν μαζί, καθώς το παιδί δυσκολεύεται αργότερα να κατανοήσει ή να διαχειριστεί περιστάσεις στις οποίες παρευρίσκεται το ίδιο με τους χωρισμένους γονείς του (π.χ. συναντήσεις σε εστιατόρια, οικογενειακές συγκεντρώσεις), όπου οι γονείς του συνδιαλέγονται ήσυχα χωρίς διενέξεις
  • Πολλές φορές, το παιδί όταν κάτι το δυσκολεύει ή δε μπορεί να το αποδεχθεί έχει ανάγκη να πλάθει ιστορίες ή μυθεύματα (για παράδειγμα μπορεί ένα παιδί να ισχυρίζεται ότι ο πατέρας του έφυγε ένα μακρινό ταξίδι και ότι θα έρθει ξανά). Οι γονείς θα πρέπει να συνεχίσουν να του λένε την αλήθεια αλλά και να αφήνουν το παιδί να αντιδράσει με το δικό του τρόπο στην αλήθεια, όταν αυτή το δυσκολεύει (για παράδειγμα ο γονιός θα μπορούσε να απαντήσει στο παιδί του: καταλαβαίνω ότι θα ήθελες ο μπαμπάς σου να φύγει για λίγο σαν να πήγαινε ένα ταξίδι και να ξαναέρθει να μείνει στο σπίτι μαζί μας, όμως ο μπαμπάς δεν έχει φύγει για ταξίδι, είναι στην πόλη και αυτό που άλλαξε είναι ότι θα έρχεται να σε βλέπει ή θα πηγαίνεις εσύ στο σπίτι του να τον βλέπεις) 


Γιώτα Λυμπεροπούλου

Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια


Βιβλιογραφία

Φρανσουαζ Ντολτο, "Όταν οι γονείς χωρίζουν", Εκδόσεις Εστία, 2004

Francoise Dolto, "Μεγαλώστε σωστά το παιδί σας από τη γέννησή του μέχρι την εφηβεία", Εκδόσεις Γιαλλέλη,   Τόμος 1,    1993


Μιλώντας στα παιδιά για το θάνατο, της Μαριάνθης Σπουργίτη




Στον άνθρωπο παρατηρείται το εξής παράδοξο: ενώ εξυμνεί την γέννηση, όταν πρόκειται για τον θάνατο, προσπαθεί να τον ξορκίσει μέσω της άρνησής του. Η τάση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία στερεοτύπων στην συμπεριφορά των ενηλίκων, αναφορικά με το ζήτημα αυτό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς είναι πως τα νεκροταφεία βρίσκονται πάντοτε έξω από τις πόλεις και τα χωριά, σαν μια προσπάθεια να βγάλουμε τον θάνατο από την ζωή μας.

Εκφράσεις όπως «Aς μην πούμε στο παιδί ότι πέθανε, γιατί είναι μικρό και δεν θα καταλάβει» ή «Aς μην του το πούμε τώρα που είναι διακοπές» ή «Aς πούμε ότι έφυγε για ταξίδι» είναι συνηθισμένες από τους ενήλικες, όταν θέλουν να μιλήσουν στα παιδιά για τον θάνατο. Στόχος τους είναι να τα προφυλάξουν. Αλλά να τα προφυλάξουν από τι; Από τον μοναδικό εγγυητή της ζωής, τον θάνατο! Πεθαίνουμε, ακριβώς επειδή υπάρχουμε. Ας μην ξεχνάμε, επιπλέον, πως όσο μικρό και αν είναι ένα παιδί, αντιλαμβάνεται τον θάνατο μέσω της συμπεριφοράς των ενηλίκων, της διάθεσής τους κ.α. Επίσης, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι το παιδί είναι ισότιμο μέλος σε μια οικογένεια και δικαιούται να γνωρίζει ό,τι συμβαίνει μέσα σε αυτήν.

Για να προετοιμάσουμε τα παιδιά για το θέμα του θανάτου γενικά ένας αποτελεσματικός τρόπος είναι η βόλτα σε κάποιο νεκροταφείο κατά την διάρκεια των οικογενειακών διακοπών. Μπορούν οι γονείς να επιλέξουν αρχικά το νεκροταφείο του χωριού, το οποίο βρίσκεται μέσα στην φύση, να περιδιαβούν τους τάφους των προγόνων και να εξηγήσουν ποιοι είναι αυτοί. Ακόμη, οι εκδρομές στους αρχαιολογικούς χώρους με τάφους δίνουν την ευκαιρία για εμβάθυνση στο θέμα, καθώς και διάφορα νεκροταφεία-μουσεία ανά τον κόσμο, όπως το Pere Lachaise στο Παρίσι.

Ο θάνατος στη νηπιακή ηλικία

Θεωρείται απαραίτητο να μιλήσουμε στο παιδί για το τι έχει συμβεί τη στιγμή που θα νιώσουμε ότι μπορούμε να το κάνουμε αυτό, χωρίς να ξεσπάσουμε σε κλάματα. Προτιμότερο όλων είναι την ενημέρωση να την δώσει ο γονέας ή ο πλησιέστερος στο παιδί άνθρωπος. Το παιδί είναι προτιμότερο να μην παραβρεθεί στην κηδεία, αλλά να επισκεφτεί τον τάφο συνοδεία του εν ζωή γονέα μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο θα επιτρέψει το ήρεμο κλίμα. Τα παραμύθια συμβάλλουν αποφασιστικά στην εξοικείωση των παιδιών με την λέξη “θάνατος”. Η κατανόηση, όμως, του νοήματος της λέξης παραμένει περιορισμένη στην φαντασιακή σκέψη αυτής της ηλικίας. Από την άλλη, οφείλουμε να προσέχουμε τις εκφράσεις που χρησιμοποιούμε, διότι τα παιδιά εκλαμβάνουν τα λόγια μας κυριολεκτικά. Εάν δηλαδή πούμε ότι ο παππούς «Έφυγε», το παιδί θα περιμένει την επιστροφή του. Αν επιλέξουμε την έκφραση «Κοιμήθηκε», θα αναμένει το πότε θα ξυπνήσει ή αν «Χάθηκε», θα ευελπιστεί στην ανεύρεσή του. Στην ηλικία των 5-6 ετών επιτρέπεται η συμμετοχή του παιδιού στην διαδικασία της ταφής υπό την προϋπόθεση της συμφωνίας από την πλευρά των παρευρισκομένων ότι θα προσπαθήσουν να διασφαλίσουν την αποφυγή ακραίων εκδηλώσεων.

Ο θάνατος στην παιδική ηλικία

Τα παιδιά από 6-10 περίπου ετών αντιλαμβάνονται τελείως διαφορετικά τον θάνατο. Σε αυτήν την περίοδο, ο θάνατος παίρνει μια επικίνδυνη μορφή, η οποία γεμίζει φόβο και άγχος το παιδί. Ωστόσο, δεν μπορεί να κατανοήσει ούτε την όλη διαδικασία που οδηγεί σε αυτόν, ούτε το πόσο ανεξέλεγκτη είναι από τον άνθρωπο. Για το λόγο αυτό, έχει ανάγκη να αποκτήσει όλες τις σχετικές με το γεγονός πληροφορίες, οδηγώντας σε μια συμπεριφορά κουραστική για τους ενήλικες, που πρέπει με υπομονή να απαντούν. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας πολλές φορές νιώθουν ενοχές για τον θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου και για αυτό είναι απαραίτητη μια συζήτηση με απλά και κατανοητά λόγια προκειμένου να το αποενοχοποιήσουμε. Η παρουσία του παιδιού στην κηδεία σε αυτή την ηλικία εξαρτάται και από την επιθυμία του ίδιου, αφού προηγουμένως του εξηγήσουμε επακριβώς το τι πρόκειται να συμβεί. Η συμμετοχή και άλλων παιδιών είναι ένα θετικό επιχείρημα για να προτείνουμε στα παιδιά την παρουσία τους.

Ο θάνατος στην προεφηβεία

Για παιδιά 9-13 ετών, δεν τίθεται θέμα παρανόησης. Σε αυτήν την ηλικία γνωρίζουν επακριβώς τι σημαίνει θάνατος. Ο λόγος των ενηλίκων τώρα θα πρέπει να είναι παρηγορητικός και να καταπραΰνει τον πόνο και τον θυμό του παιδιού. Το παιδί πολύ πιθανόν, επίσης, θα βασανισθεί από σκέψεις σχετικές με την ματαιότητα της ύπαρξης και την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στο αναπόφευκτο του θανάτου. Δεν θα πρέπει να απογοητευτούμε, ούτε και να αρνηθούμε την επιθυμία του παιδιού να παραβρεθεί στην κηδεία συνοδεία ενός φίλου του, διότι σε αυτή την φάση ο κύκλος των συνομηλίκων διασφαλίζει πολύ περισσότερο την συναισθηματική ισορροπία του παιδιού.

Τι γίνεται στην περίπτωση μιας αυτοκτονίας;

Ο τρόπος με τον οποίο θα παρουσιασθεί το γεγονός (ως επιλογή του θανούντα ή ως πράξη απελπισίας), θα επηρεάσει και τον τρόπο διαχείρισης του γεγονότος από το παιδί. Θεωρείται προτιμότερη η επιλογή της απλής παράθεσης των γεγονότων και κάποια εξήγηση του τύπου ότι «Πολλές φορές οι άνθρωποι βρίσκονται σε κάποια δύσκολη στιγμή και αναγκάζονται να κάνουν πράγματα που πληγώνουν τους οικείους τους», κ.τ.λ. Ως ιδανικότερη επιλογή προσώπου για να ανακοινωθεί το νέο στο παιδί θεωρείται ο γονέας.

Τέλος, στην περίπτωση ενός θανάτου μετά από μια χρόνια ή ανίατη ασθένεια, το παιδί θα πρέπει εξαρχής να ενημερώνεται και συνεχώς, για την πορεία της νόσου, χωρίς υπερβολές και μόνο από τους γονείς. Η ανακοίνωση της δυσάρεστης εξέλιξης θα πρέπει να γίνει πάλι από τους γονείς. Η καλύτερη συνθήκη είναι να το ανακοινώσει ο ίδιος ο ασθενής, εάν πρόκειται για κάποιον από τους γονείς. Ανάλογα πάντα με την ηλικία του παιδιού χρησιμοποιούμε κατάλληλο λεξιλόγιο και τρόπο έκφρασης.

Πηγή: psychology now

Το φαινόμενο της απάθειας του θεατή



Ήταν 3.15 πμ της 13ης Μαρτίου 1964, όταν μία γυναίκα επέστρεφε από τη δουλειά στο μπαρ της και πάρκαρε το αυτοκίνητό της μπροστά από το σύμπλεγμα κατοικιών στο οποίο έμενε στη Νέα Υόρκη. Βγήκε από το αυτοκίνητό της και κινήθηκε προς την είσοδο του σπιτιού της που απείχε μόλις 30 μέτρα από το πάρκινγκ. Ένας άγνωστος άνδρας εμφανίστηκε πίσω της και άρχισε να την κυνηγάει. Η Catherine Genovese, όπως ήταν το όνομα της νεαρής γυναίκας, άρχισε να τρέχει προς την είσοδο φωνάζοντας για βοήθεια. Ο άνδρας όμως την πρόλαβε λίγο πριν της είσοδο και της κατάφερε δύο μαχαιριές στην πλάτη. Η κοπέλα ούρλιαζε για βοήθεια φωνάζοντας πως την έχουν μαχαιρώσει.
Ένας γείτονας άκουσε τις φωνές, βγήκε στο μπαλκόνι και φώναξε προς τον κακοποιό «Φύγε και άσε ήσυχη την κοπέλα», αναγκάζοντας τον άνδρα να το βάλει στα πόδια, ενώ η Genovese σύρθηκε προς την είσοδό της με όση δύναμη της είχε απομείνει. Λίγα λεπτά αργότερα ο δράστης επέστρεψε στο θύμα του και συνέχισε να της επιτίθεται με μανία. Συνολικά η κοπέλα βασανίστηκε πάνω από 45 λεπτά πριν ένας άλλος γείτονας βγει να δει τι συμβαίνει και καλέσει την αστυνομία και ασθενοφόρο. Η Genovese πέθανε κατά τη μεταφορά της στο νοσοκομείο.
Αυτή η ιστορία θα ήταν μια ιδιαίτερα τραγική ιστορία δολοφονίας μετά ληστείας, αλλά έμεινε στην ιστορία για έναν απλό λόγο. Υπολογίζεται πως πάνω από 30 άτομα άκουσαν την κοπέλα να καλεί σε βοήθεια, αλλά κανένας δεν την βοήθησε ή δεν ειδοποίησε έγκαιρα τις αρχές, με αποτέλεσμα η κοπέλα να βασανιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα και να χάσει τη ζωή της. Η συγκεκριμένη ιστορία έδωσε την αφορμή στους κοινωνικούς ψυχολόγους να δημιουργήσουν μία νέα έννοια: το φαινόμενο του θεατή (bystander effect).
Σύμφωνα με αυτό το φαινόμενο, όσοι περισσότεροι είναι θεατές σε ένα τραγικό γεγονός, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες να βοηθήσουν τον συνάνθρωπό τους. Μεγάλες και ιστορικές έρευνες έχουν μελετήσει επανειλημμένα το συγκεκριμένο φαινόμενο και επιπλέον έχει επαναληφθεί και άλλες φορές στην εγκληματολογική ιστορία. Πλέον θεωρείται ως ένα από τα πιο ευρέως εδραιωμένα κοινωνικά φαινόμενα.
Πως είναι όμως δυνατόν να βλέπεις τον συνάνθρωπό σου να υποφέρει και να μην κάνεις τίποτα; Με μια πρώτη σκέψη, μας φαίνεται αδιανόητη η λογική πίσω από αυτό το φαινόμενο. Θα περίμενε κανείς ότι όσο αυξάνονται οι μάρτυρες ενός συνανθρώπου μας που χρειάζεται επειγόντως βοήθεια, τόσο θα έπρεπε να αυξάνεται και η πιθανότητα κάποιος να βοηθήσει ή να καλέσει για βοήθεια τις αρχές. Γιατί η πραγματικότητα διαφέρει τόσο από αυτό που αναμένουμε;

Διάχυση ευθύνης

Ένας βασικός λόγος που ο αυξημένος αριθμός μαρτύρων μιας κακομεταχείρισης δεν αυξάνει την πιθανότητα παρέμβασης είναι αρκετά απλός: η διάχυση της ευθύνης. Όσο περισσότερα άτομα βρίσκονται αντιμέτωπα με μία μεγάλη ευθύνη (π.χ. να καλέσουν την αστυνομία), τόσο μικραίνει η ατομική ευθύνη. Σκεφτείτε το σαν ένα μπουκάλι με νερό το οποίο μοιράζεται η ίδια ποσότητα νερού σε έναν αριθμό ποτηριών. Όσο λιγότερα είναι τα ποτήρια (οι μάρτυρες, στην περίπτωσή μας), τόσο περισσότερο νερό (η ευθύνη) αναλογεί στο κάθε ένα. Με απλά λόγια, όταν υπάρχουν πολλά άτομα σε μια σκηνή εγκλήματος, σκεφτόμαστε ότι κάποιος άλλος θα παρέμβει ή έχει ενημερώσει ήδη τις Αρχές. Πλήθος ερευνών με κοινωνικά πειράματα πάνω στο φαινόμενο του θεατή έχουν δείξει μια σταθερή αρνητική σχέση μεταξύ πιθανότητας παρέμβασης και αριθμού μαρτύρων.
Έπειτα, υπάρχει και το φαινόμενο της μίμησης. Όσο περισσότερα άτομα δεν αντιδρούν σε μια κατάσταση (ενδεχομένως λόγω της διάχυσης ευθύνης που αναφέραμε προηγουμένως) τόσο αυξάνεται η πιθανότητα και εμείς να μην αντιδράσουμε, καθώς σκεφτόμαστε πως για να μην αντιδράσει κανένας, μάλλον το περιστατικό είναι ήσσονος σημασίας. Έτσι, ανακυκλώνεται η απραξία, έως ότου βεβαίως κάποιος κάνει την αρχή και αντιδράσει, αυξάνοντας την εμπλοκή και των υπολοίπων μαρτύρων.

Γνώση του πώς να βοηθήσουμε χωρίς αρνητικές συνέπειες

Μερικές φορές το φαινόμενο του θεατή οφείλεται σε πιο απλές εξηγήσεις. Για παράδειγμα, μία έρευνα του 2013[1] πάνω στο συγκεκριμένο φαινόμενο βρήκε πως σε μερικές περιπτώσεις οι μάρτυρες δεν βοηθούν όχι επειδή δεν θέλουν να βοηθήσουν, αλλά γιατί πολύ απλά δεν ξέρουν πώς να βοηθήσουν χωρίς να κάνουν τα πράγματα χειρότερα για το άτομο που χρειάζεται βοήθεια ή ακόμη και για τους ίδιους (εάν κινδυνεύει και η δική τους ακεραιότητα). Για παράδειγμα, εάν κάποιος ξυλοκοπηθεί άγρια και αφεθεί στο δρόμο λιπόθυμος, μπορεί να μην πλησιάσουμε να βοηθήσουμε γιατί δεν έχουμε γνώση του πώς να προσφέρουμε τις πρώτες βοήθειες, ενώ ταυτόχρονα «παγώνουμε», μήπως και αυτός που επιτέθηκε στο άτομο προσπαθήσει να ξυλοκοπήσει και εμάς.
Βεβαίως όσο πιο «απλή» είναι μια κατάσταση και όσο μικρότερο ρίσκο παίρνουμε προσφέροντας βοήθεια, τόσο πιο πιθανό είναι να βοηθήσουμε. Για να το κατανοήσουμε, στο παράδειγμα του ξυλοδαρμού που ανέφερα παραπάνω ας αντιπαραθέσουμε ένα παράδειγμα όπου κάποιος γλιστράει στο δρόμο και σπάει το χέρι του. Αυτή η κατάσταση είναι πιο απλή και με λιγότερο ρίσκο, καθώς δεν κινδυνεύει ούτε η σωματική μας ακεραιότητα, ούτε άμεσα η ακεραιότητα του ατόμου με τη βοήθεια που θα προσφέρουμε (αρκεί να μην κουνήσουμε απότομα το σπασμένο χέρι!). Βλέπουμε δηλαδή ότι σε τέτοιες περιπτώσεις που δεν περιμένουμε ιδιαίτερες αρνητικές συνέπειες από την εμπλοκή μας με τον συνάνθρωπό μας που χρειάζεται βοήθεια, παρατηρείται αυξημένη πιθανότητα για παροχής βοήθειας.

Ο παράγοντας της κουλτούρας

Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι διίστανται πάνω στο ερώτημα εάν η κουλτούρα μας παίζει ρόλο στην εμφάνιση του φαινομένου του θεατή. Υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι σε όλο τον κόσμο οι άνθρωποι αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο σε κάποιον συνάνθρωπό τους που χρειάζεται βοήθεια, εφόσον λάβουμε υπόψη τους παράγοντες που αναφέραμε πιο πάνω. Από την άλλη όμως, κάποιες έρευνες πάνω στο φαινόμενο του θεατή δείχνουν ότι οι πολιτισμικοί παράγοντες όχι μόνο πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση του φαινομένου, αλλά πρέπει να του δίνεται και ιδιαίτερη βαρύτητα. Συγκεκριμένα, μελέτες που λαμβάνουν υπόψη πειράματα που έχουν γίνει σε διαφορετικές κουλτούρες[2] έφτασαν στο συμπέρασμα ότι όσο πιο πολύ επιβραβεύει τον ατομισμό μια κουλτούρα (π.χ. οι δυτικές κουλτούρες σε Ευρώπη και Αμερική) τόσο μικρότερη πιθανότητα υπάρχει για εμπλοκή των μαρτύρων για παροχή βοήθειας σε τυχαία θύματα μιας βίαιης ενέργειας ή κάποιου τυχαίου, κακού συμβάντος. Αντίθετα, σύμφωνα με τις ίδιες μετα-αναλύσεις, οι πιθανότητες αυξάνονται εάν το συμβάν λάβει χώρα σε μια κουλτούρα που επιβραβεύει όχι τον ατομισμό, αλλά το αίσθημα το ανήκειν σε μια κοινότητα.
Επιπλέον, πέραν του πολιτισμικού περιβάλλοντος εντός του οποίου συμβαίνει ένα περιστατικό, σημασία έχει και η ταύτιση της πολιτισμικής, κοινωνικής, φυλετικής ή άλλης ταυτότητας μεταξύ των μαρτύρων και του θύματος. Όσο πιο κοντά αισθάνονται οι μάρτυρες προς το θύμα (π.χ. ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη, στην ίδια φυλή, στο ίδιο φύλο, εθνικότητα κ.α.) τόσο πιο πιθανό είναι να το βοηθήσουν[3] .

Συμπερασματικά

Το φαινόμενο του θεατή είναι ένα από τα πιο καλά μελετημένα κοινωνικά φαινόμενα, με πλήθος ερευνητικών δεδομένων να υποστηρίζουν την ύπαρξή του σε όλες τις κουλτούρες, ενδεχομένως με διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά στην κάθε μία ξεχωριστά. Το κατά πόσο θα βοηθήσουμε ένα θύμα μιας κακής κατάστασης, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως ο αριθμός των μαρτύρων, η γνώση μας για την σωστή παροχή βοήθειας, η εκτίμηση του κατά πόσο κινδυνεύουμε και εμείς οι ίδιοι εάν παρέχουμε βοήθεια στο θύμα αλλά και τα κοινά κοινωνικά χαρακτηριστικά που μοιραζόμαστε μαζί του. Είναι ένα φαινόμενο που δεν παρουσιάζει απλά επιστημονικό ενδιαφέρον αλλά και ευρύτερο, καθώς επηρεάζει τη συμπεριφορά μας στην καθημερινότητά μας και μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να αποδειχθεί κρίσιμο για την παροχή βοήθειας σε έναν συνάνθρωπό μας ο οποίος χρειάζεται επειγόντως βοήθεια. Ας το έχουμε στην άκρη του νου μας λοιπόν, ένα τύχει να βρεθούμε σε μια τέτοια κατάσταση.


Βιβλιογραφία
  1. Aronson, E., Wilson, T., &Akert,R. (2013). Social Psychology (8th ed.). Upper Saddle, New Jersey:Pearson Education Inc. [↩]
  2. Pozzoli, T., Ang, R. P., & Gini, G. (2012). Bystanders’ Reactions to Bullying: A Cross-cultural Analysis of Personal Correlates Among Italian and Singaporean Students. Social Development21(4), 686-703. doi:10.1111/j.1467-9507.2011.00651.x Schwartz, S. H., & Gottlieb, A. (1976). Bystander reactions to a violent theft: Crime in Jerusalem. Journal Of Personality And Social Psychology34(6), 1188-1199. doi:10.1037/0022-3514.34.6.1188 [↩]
  3. Levine, M., & Crowther, S. (2008). The responsive bystander: How social group membership and group size can encourage as well as inhibit bystander intervention. Journal Of Personality And Social Psychology95(6), 1429-1439. doi:10.1037/a0012634 [↩]

Επαγγελματική Εξουθένωση






Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο ακούγεται ο όρος burn out που αντιστοιχεί στην επαγγελματική εξουθένωση του ατόμου. Πολλοί όμως συγχέουν τον όρο επαγγελματική εξουθένωση, που έχει έντονα αρνητικές συνέπειες στο άτομο και το ψυχισμό του, με το επαγγελματικό άγχος ή πίεση που είναι αναμενόμενο να νιώθει ορισμένες φορές ο εργαζόμενος. Σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου είναι να αποσαφηνίσει τον όρο επαγγελματική εξουθένωση και να περιγράψει τις αιτίες και τις συνέπειές του, ώστε το άτομο που την έχει υποστεί να μπορέσει να το αντιληφθεί και να προσπαθήσει να την αντιμετωπίσει.

 Ο όρος επαγγελματική εξουθένωση (burn out) εμφανίστηκε για 1η φορά στη βιβλιογραφία το 1974, όταν ο Freudenberger περιέγραψε ένα σύνολο συμπτωμάτων υπερκόπωσης που παρατηρήθηκε σε εθελοντές και επαγγελματίες οι οποίοι παρείχαν υπηρεσίες στο χώρο της ψυχικής υγείας.

Ο Maslach (1982) περιέγραψε την επαγγελματική εξουθένωση ως σύνδρομο σωματικής και ψυχικής εξάντλησης που αναπτύσσεται σε όσους έρχονται σε επαγγελματική σχέση με άλλους ανθρώπους. Ο εργαζόμενος χάνει το ενδιαφέρον και τα θετικά συναισθήματα που είχε προς τους ασθενείς ή πελάτες του, παύει να είναι ικανοποιημένος από την εργασία του και την απόδοσή του και αναπτύσσει μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό του.

Πολλές φορές, δημιουργείται σύγχυση μεταξύ του επαγγελματικού άγχους και της επαγγελματικής εξουθένωσης. Όταν γίνεται λόγος για επαγγελματική εξουθένωση είναι χρήσιμο να θυμόμαστε

·         δεν εμφανίζεται ξαφνικά

·         δεν οφείλεται σε κάποιο μεμονωμένο γεγονός που προκαλεί υπερβολικό στρες

·         είναι μια μορφή παρατεταμένου και χρόνιου επαγγελματικού άγχους

·         αποτελεί μια μακροχρόνια διαδικασία που καταλήγει σε αδυναμία προσαρμογής του                            ατόμου

·         θεωρείται το αποτέλεσμα χρόνιου συσσωρευμένου στρες

·         είναι ένας αναποτελεσματικός μηχανισμός άμυνας του ατόμου

Τα επαγγέλματα που σχετίζονται με αυξημένες πιθανότητες για την εμφάνιση επαγγελματικής εξουθένωσης στους εργαζομένους φαίνεται να ανήκουν στις παρακάτω τρεις γενικές κατηγορίες α) όσα επαγγέλματα συνεπάγονται σχέσεις και στενή επαφή με άλλους ανθρώπους β) όσα επαγγέλματα απαιτούν μεγάλη ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων γ) όσα επαγγέλματα επιφέρουν σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές ή άλλες επιπτώσεις.

Οι αιτίες είναι πολλές και δεν αρκεί η ύπαρξη μόνο μιας για την εκδήλωση της επαγγελματικής εξουθένωσης στον εργαζόμενο. Τις αιτίες μπορούμε να τις διαχωρίσουμε σε δυο βασικές κατηγορίες

1)      Συνθήκες εργασίας όπως υπερβολικός φόρτος εργασίας, απαιτητικό συνεχές ωράριο, άκαμπτη και αυταρχική διοίκηση, χαμηλές οικονομικές απολαβές, ασάφεια στο ρόλο ή στους ρόλους που αναλαμβάνει ο εργαζόμενος, μη συνεργατικό κλίμα ανάμεσα στους συναδέλφους κα έλλειψη ψυχολογικής υποστήριξης

2)      Ατομικοί παράγοντες του εργαζόμενου όπως δυσκολίες στην οικογενειακή κατάσταση, ελλιπές κοινωνικό δίκτυο υποστήριξης, χαμηλά κίνητρα για την επιλογή της εργασίας, έλλειψη προσδοκιών από την εργασία, χαμηλή αυτοεκτίμηση, ο τρόπος  ερμηνείας και αντιμετώπισης των πιεστικών για τον ψυχισμό συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος.

Οι συνέπειες της επαγγελματικής εξουθένωσης είναι πολλαπλές και διαφορετικές για κάθε εργαζόμενο.

Όσον αφορά στο ίδιο το άτομο, οι  συνέπειες μπορεί να εκφράζονται σωματικά για παράδειγμα πονοκέφαλοι, υπνηλία, ζάλη, κούραση- χαμηλή ενεργητικότητα ψυχολογικά για παράδειγμα αίσθημα αδιεξόδου, απελπισίας και παγίδευσης, ανάπτυξη αρνητικών στάσεων προς τη ζωή, την εργασία και τον εαυτό, αγωνία, άγχος, ένταση, κατάθλιψη και μέσω της συμπεριφοράς για παράδειγμα επιθετικότητα, εκνευρισμός, καταχρήσεις ουσιών.

Όσον αφορά στον εργασιακό χώρο, μπορεί να παρατηρηθεί επιδείνωση των διαπροσωπικών σχέσεων, αποφυγή συνεργατικών σχέσεων, διαμορφώσεις προθέσεων του εργαζόμενου για εγκατάλειψη του χώρου εργασίας για παράδειγμα αυθαίρετες απουσίες.


Γιώτα Λυμπεροπούλου

Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια


Βιβλιογραφία

Grint K., «The Sociology of Work» , Policy Press, Cambridge , U.K 1991

«Η Ψυχολογία στο Χώρο της Υγείας», Ελληνικά Γράμματα

Μεγαλοοικονόμου Θ., «Το σύνδρομο της ‘κοπώσεως’ στις δομές της Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης», Τετράδια Ψυχιατρικής Νο 59

Παγοροπούλου Α., Κουμπιάς Ε., Γιαβρίμης Π., «Σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης: το χρόνιο άγχος των δασκάλων και η μετεξέλιξή του σε επαγγελματική εξουθένωση

Αναγνωστόπουλος Φ., Παπαδάτου Δ., «Παραγοντική σύνθεση και εσωτερική συνοχή του Ερωτηματολογίου Καταγραφής Επαγγελματικής Εξουθένωσης σε δείγμα νοσηλευτριών»,

Ψυχολογικά Θέματα, Τόμος 5, Τεύχος 3, 1992